ΕΥ. ΤΡΙΒΙΖΑΣ | Κυριακή 28 Ιουνίου 1998
Η γνώση και η επιστημονική έρευνα αποτελούν απόλυτες αξίες ή πρέπει να οριοθετούνται από κοινωνικής φύσεως σκοπιμότητες; Οι διαφωνίες περί της δημοσίευσης ή μη κάποιων υβριστικών λέξεων σε ένα λεξικό δεν αποτελεί παρά μία ακόμη εκδήλωση του κλασικού αυτού διλήμματος όπου η επιστημονική ακεραιότητα έρχεται σε σύγκρουση με τον κοινωνικό αντίκτυπο των ερευνητικών πορισμάτων.
Μία από τις ιστορικά σημαντικότερες εκφράσεις του διλήμματος αυτού αποτελεί η επιστημονική διαφωνία σχετικά με το επιτρεπτό ή όχι της δημοσίευσης μελετών οι οποίες αφορούν τις σχέσεις φυλετικών χαρακτηριστικών και κληρονομικότητας. Η ιστορία αυτής της διαμάχης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή συνέβαλε στην ανάπτυξη του δόγματος της κοινωνικής ευθύνης του επιστήμονα.
Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, το κίνημα της ευγονικής επιλέγοντας θέσεις και στοιχεία από τα τεστ νοημοσύνης, τον κοινωνικό δαρβινισμό και τη βιολογική εγκληματολογία είχε συνθέσει ένα ευλογοφανές πρόγραμμα με σκοπό την ανθρώπινη πρόοδο και τη φυλετική βελτίωση.
Οι ευγονιστές παρουσίαζαν μια ιεράρχηση των φυλών από τον υποδεέστερο νέγρο στον ανώτερο λευκό. Από τις λευκές εθνικές ομάδες θεωρούσαν τους βόρειους Ευρωπαίους πνευματικά και σωματικά ανώτερους από τους Ευρωπαίους του Νότου και της Ανατολής. Υποστήριζαν μεταξύ άλλων ότι η δημιουργικότητα και η ευφυΐα μειούνται σταδιακά όπως προχωράμε από τη Βορειοδυτική Ευρώπη, είτε προς τα νότια είτε προς τα ανατολικά και συνιστούσαν μεταξύ άλλων την ενθάρρυνση της τεκνοποιίας ατόμων από ανώτερες φυλές και την αποθάρρυνση ή παρεμπόδιση της τεκνοποιίας μειονεκτικών ομάδων.
Στην Αμερική νόμοι που επέτρεπαν τη στείρωση και απαγόρευαν διαφυλετικούς γάμους είχαν ψηφιστεί σε τριάντα πολιτείες. Ο φόβος της εγκληματικότητας κατώτερων φυλών, κληρονομικά επιρρεπών στο έγκλημα, είχε συμβάλει στη θέσπιση του Νόμου του 1924 περί Περιστολής της Μετανάστευσης. Στο αποκορύφωμα του ευγονικού κινήματος μαθήματα ευγονικής διδάσκονταν στα περισσότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το γερμανικό κίνημα της ευγονικής ταυτίστηκε με το ναζιστικό καθεστώς και σύντομα γερμανικά δικαστήρια άρχισαν να εφαρμόζουν τον ευγονικό νόμο στείρωσης σε μαζική κλίμακα.
Μετά από αυτές τις καταχρήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η έρευνα και η δημοσίευση μελετών περί κληρονομικών χαρακτηριστικών των φυλών σχεδόν σταμάτησε επειδή οι επιστήμονες φοβήθηκαν ότι τα πορίσματά τους ήταν πιθανόν να διαστρεβλωθούν και να χρησιμοποιηθούν στην επιδίωξη απαράδεκτων πολιτικών στόχων. Η ναζιστική δηλαδή κατάχρηση της ευγονικής έθεσε τροχοπέδη στη δημόσια παρουσίαση αυτών των στοιχείων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν ήταν πλέον παραδεκτό να ασχολείται ένας επιστήμονας με το ερώτημα αν η μια φυλή υπερέχει της άλλης είτε στον τομέα της ευφυΐας, είτε στον τομέα της εγκληματικότητας, είτε σε οποιονδήποτε άλλο τομέα.
Η σύγκρουση των γλωσσολόγων
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 ορισμένοι επιστήμονες που υποστήριζαν ιδιοσυστατικές ερμηνείες περί φυλής, νοημοσύνης και εγκλήματος, παραπονέθηκαν ότι οι απόψεις τους αγνοούνται και ότι υπάρχει μια συνωμοσία του ακαδημαϊκού κατεστημένου εναντίον όσων τολμούν να αμφισβητούν τη νέα επιστημονική ορθοδοξία.
Το 1972 πενήντα επιστήμονες υπέγραψαν ένα ψήφισμα το οποίο απαιτούσε ελευθερία έρευνας στον τομέα της γενετικής και της κληρονομικότητας. Το συμβούλιο της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών, αν και αρνήθηκε την κατηγορία, παρατήρησε ότι «δεν αποκλείεται κάποιες μελέτες να μην ολοκληρώθηκαν επειδή οι ερευνητές φοβήθηκαν ότι τα αποτελέσματα θα ήταν επικίνδυνα για κάποιες κοινωνικές ομάδες».
Αυτή η παρατήρηση δεν είναι παρά μια έκφραση του δόγματος της κοινωνικής ευθύνης του επιστήμονα. Οσοι ασπάζονται το δόγμα αυτό απορρίπτουν την έννοια της γνώσης για χάρη της ίδιας της γνώσης, ανεξάρτητα από τις πιθανές επιπτώσεις και τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες.
Ο γλωσσολόγος Ν. Chomsky, για παράδειγμα, έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο επιστήμονας έχει ξεκάθαρη ηθική ευθύνη να δείξει ότι η σπουδαιότητα της μελέτης του βαρύνει περισσότερο από τις πιθανές αρνητικές της χρήσεις και συνέπειες.
Οι Block και Dworkin προτείνουν μάλιστα έναν αριθμό κριτηρίων για την καθοδήγηση των επιστημόνων. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, ο επιστήμονας πρέπει να αποφεύγει να διακόπτει ή να μη δημοσιεύει μια έρευνα αν τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα και υπάρχει κίνδυνος παραποίησής τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αν οι πιθανότητες αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτών των διαστρεβλώσεων είναι ελάχιστες, αν τα πορίσματα είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθούν επιλεκτικά για να δικαιολογήσουν επικίνδυνες πολιτικές στάσεις κλπ. Με άλλα λόγια, αν τα κοινωνικά οφέλη είναι λίγα και το κοινωνικό κόστος δυσανάλογα μεγάλο.
Ενα άλλο παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης παρατηρούμε στη διαφωνία σχετικά με το αν οι εγκληματολογικές στατιστικές πρέπει να περιλαμβάνουν ή να παραλείπουν φυλετικές κατηγορίες. Στη Βρετανία και σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ η συγκέντρωση και δημοσίευση αυτών των στοιχείων απορρίπτεται επειδή θεωρείται ότι συνιστά μορφή φυλετικής διάκρισης και δυσχεραίνει την αφομοίωση των μειονοτήτων.
Οι επιστήμονες και πάλι διαφωνούν. Αλλοι κατακρίνουν την αποφυγή συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων αφορώντων τη φυλετική προέλευση των εγκληματιών, επειδή θεωρούν ότι η παράλειψη αυτή παρεμποδίζει την πρόοδο της επιστήμης και είναι ατελέσφορη ως μέσον καταπολέμησης του ρατσισμού όχι μόνο επειδή, όταν δεν είναι διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, επιπόλαιες εντυπώσεις παίρνουν τη θέση τους αλλά και επειδή στερεί τις μειονότητες από πληροφορίες απαραίτητες για την τεκμηρίωση διαφόρων μορφών φυλετικών διακρίσεων.
Αλλοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι αν και τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα, οι στατιστικές δεν πρέπει να τα περιλαμβάνουν για κοινωνικούς κυρίως λόγους.
........................................................................
Η λογοκρισία δεν είναι λύση
Λιγότερο ακραία και σε διαφορετική βέβαια κλίμακα η περίπτωση του λεξικού αποτελεί μια ειδικότερη έκφραση του ίδιου διλήμματος μεταξύ επιστημονικής ακεραιότητας και κοινωνικής ευθύνης.
Η λύση βέβαια δεν είναι η κρατική ή η δικαστική λογοκρισία. Ακόμη και στην ακραία περίπτωση των μελετών περί φυλής και κληρονομικότητας οι απόψεις και οι έρευνες των διαμαρτυρόμενων ερευνητών δεν λογοκρίθηκαν επίσημα. Αυτό που είχε συμβεί ήταν μάλλον μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ επιστημόνων, μια εθελοντική αποχή από τη δημοσίευση επίμαχων στοιχείων. Αλλά και αυτό οι δυσαρεστημένοι επιστήμονες ήταν σε θέση να το παρακάμψουν. Θυμάμαι ότι για ένα μεγάλο διάστημα ο Gordon τύπωνε ο ίδιος και μου ταχυδρομούσε προσωπικά όπως και σε άλλους εγκληματολόγους κείμενά του περί των σχέσεων ευφυΐας και φυλής τα οποία ισχυριζόταν ότι δεν γίνονταν δεκτά προς δημοσίευση σε επιστημονικά περιοδικά.
Εφόσον λοιπόν δεν λογοκρίθηκαν τέτοια άρθρα και βιβλία, είναι αστείο να επιδιώκει κανείς τη λογοκρισία ενός λεξικού, το οποίο μάλιστα καταδικάζει ως υβριστικές τις επίμαχες λέξεις. Το χειρότερο το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς για τον συγγραφέα του λεξικού είναι ότι ζυγίζοντας στη συγκεκριμένη περίπτωση την επιστημονική του ακεραιότητα και την κοινωνική του ευθύνη, δεν κατέληξε ίσως στο ορθό συμπέρασμα. Σε αυτό αποδίδω και κάποιο δισταγμό ορισμένων συναδέλφων του να τον υποστηρίξουν χωρίς ενδοιασμούς. Δεν οφείλεται σε «ζήλεια» αλλά μάλλον σε διαφορετικό ζύγισμα αυτών των αξιών.
Με άλλα λόγια η ίδια η επιστημονική κοινότητα πρέπει να αποφασίζει για αυτά τα θέματα. Σε όλα τα αγγλικά πανεπιστήμια, για παράδειγμα, υπάρχουν σήμερα δεοντολογικές επιτροπές οι οποίες κρίνουν κάθε προτεινόμενη έρευνα. Οι επιτροπές αυτές (Ethics Committees) εξετάζουν μεταξύ άλλων τον κοινωνικό αντίκτυπο της έρευνας, ιδίως σε σχέση με ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Καθρέφτισμα των αξιών
Σύντομα πρόκειται να αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο δίλημμα. Μία από τις πρώτες εγκληματολογικές μου έρευνες στην Αγγλία ήταν οι υβριστικές και προσβλητικές εκφράσεις (threatening abusive and insulting words or behaviour), τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί στα γήπεδα και οι συμμετέχοντες σε πολιτικές διαδηλώσεις. Θυμάμαι ότι η γραμματέας του Πανεπιστημίου είχε αρνηθεί να δακτυλογραφήσει τα κείμενα των σχετικών άρθρων επειδή τη σοκάριζαν οι αναφερόμενες λέξεις και εκφράσεις. Μια παρόμοια συγκριτική έρευνα για το θέμα της εξύβρισης διεξάγουμε τώρα με τη συνεργασία των Πανεπιστημίων Reading και Παντείου στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Η έρευνα αυτή βασίζεται στο σκεπτικό ότι οι λέξεις με απαξιωτικές ιδιότητες οι οποίες θίγουν (επειδή αρνούνται ή αμφισβητούν είτε τον ανδρισμό, είτε την ευφυΐα, είτε τον ηθικό χαρακτήρα, είτε την εμφάνιση ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό του προσβαλλομένου) δεν είναι παρά το αρνητικό καθρέφτισμα των συστημάτων αξιών της κάθε κοινωνικής ομάδας και ποικίλλουν διαχρονικά και διατοπικά. Οταν ολοκληρωθεί αυτή η έρευνα, θα πρέπει να δημοσιευτεί ή όχι; Και τι ρόλο παίζει το γεγονός ότι αν γίνει δεκτή θα εμφανιστεί σε κάποιο έντυπο το οποίο απευθύνεται σε ειδικούς και όχι σε ένα γενικής χρήσεως λεξικό το οποίο απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό;
Ενα είναι βέβαιο: δικαστικές επεμβάσεις και δημόσιοι διαξιφισμοί όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά ίσως επιφέρουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Τη διεύρυνση δηλαδή και τον πολλαπλασιασμό, όχι τον περιορισμό και την καταστολή της χρήσης των επίμαχων εκφράσεων. Πρώτον, επειδή η σχετική δημοσιότητα τις καθιστά ευρύτερα γνωστές (ο ίδιος ο συγγραφέας του λεξικού παραδέχεται ότι αγνοούσε κάποιες άλλες από τις προσβλητικές εκφράσεις οι οποίες ακούγονται στα γήπεδα) και, δεύτερον, επειδή πληροφορείται ο καθένας πόσο πολύ «πονάει» η συγκεκριμένη λέξη / έκφραση και για τον λόγο αυτόν είναι πιο πιθανό να τη χρησιμοποιήσει όποτε θέλει να προσβάλει κάποιο άτομο της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
Συζητούσα τις προάλλες με κάποιες νηπιαγωγούς την περίπτωση παιδιών που λένε «κακές» λέξεις. Οσο πιο έντονα αντιδρούν οι γονείς ή οι επιφορτισμένοι με τη μέριμνά τους τόσο πιθανότερο να επαναλάβουν τα παιδιά αυτές τις λέξεις. Οταν αντίθετα οι ενήλικοι τις αγνοούν, είναι πιο πιθανό να πάψουν να τις χρησιμοποιούν τα παιδιά. Ισως κάτι μπορεί να μας διδάξει αυτό το παράδειγμα.
Η λέξη «ΠΛΗΡΕΣ» όταν είμαι έξω και θα ήθελα μέσα να μπω και η λέξη «ΕΞΩ!» όταν είμαι μέσα και δεν μου κάνει κέφι να βγω.
Η λέξη «ΦΥΓΕ!» όταν θέλω να μείνω εκεί που είμαι ακόμα για λίγο και η λέξη «ΠΕΡΙΜΕΝΕ!» όταν βιάζομαι και πρέπει να φύγω.
Οι λέξεις «ΑΝΤΕ ΞΥΠΝΑ!» όταν του καλού καιρού κοιμάμαι κι όταν τεμπελιάζω οι λέξεις «ΕΛΑ, ΠΑΜΕ!».
Αλλά απ' όλες τις λέξεις τις κακές εκείνη που επιθυμώ να καταργήσωμ είναι η λέξη «ΣΩΠΑ!» όταν πρέπει να μιλήσω.
Ο κ. Ευγένιος Τριβιζάς είναι διευθυντής Εγκληματολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Reading και συγγραφέας.