Η δολοφονία του νεαρού από αντιπάλους «φιλάθλους» αποκαλύπτει μια κλίμακα αποκτήνωσης εντελώς απαράδεκτη για τη χώρα μας. Ειδικά για τη χώρα μας που η όποια έκφραση βιαιότητας και επιθετικότητας εκδηλωνόταν στο πλαίσιο μιας προσωπικής σύγκρουσης και αντιδικίας διατηρούσε κατά κάποιον τρόπο μια ανθρώπινη διάσταση. Τα τελευταία όμως χρόνια τα πράγματα έχουν αρχίσει να παίρνουν έναν άλλο δρόμο. Η βία γίνεται όλο και περισσότερο απρόσωπη, ένας μηχανισμός που μπαίνει σε ενέργεια αυτοματικά μέσα σε αντικοινωνικές ομάδες, που το κύριο χαρακτηριστικό λειτουργίας τους είναι η κατάργηση της χρήσης της λογικής της κάθε ηθικής αναστολής.
Πρόκειται για μια μορφή κατολίσθησης που μας φέρνει βαθμιαία όλο και πιο κοντά σε αντίστοιχα δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά φαινόμενα. Στη Δύση όμως ο υπερώριμος καπιταλισμός έχει προωθήσει τρόπους ζωής αρκετά σκληρούς και ανταγωνιστικούς. Τρόπους ζωής που το άτομο, ιδιαίτερα το νεαρό άτομο, αισθάνεται πολύ συχνά αποξενωμένο και αποκομμένο από τον οποιοδήποτε κοινωνικό περίγυρο ακόμα και από την οικογένειά του. Ξένος μεταξύ ξένων βρίσκει σ’ αυτές τις περιθωριακές ομάδες μια στέγη, τη δυνατότητα μιας συμμετοχής και ένα ψυχολογικό υποκατάστατο για να ξεπεράσει μέσα από την άσκηση συλλογικής βίας την αίσθηση της μοναξιάς του και τις φοβίες του. Δε συμβαίνει το ίδιο στην Ελλάδα όπου, παρά τις όποιες μετεξελίξεις οι οργανικοί σύνδεσμοι μεταξύ των ανθρώπων –οικογένεια, γειτονιά, συντροφιές – παρέχουν ακόμα πολύ ισχυρή συναισθηματική κάλυψη στους ανθρώπους.
Γιατί λοιπόν αυτή η ραγδαία αύξηση του χουλιγκανισμού στη νεολαία και η απανθρωποποίηση της συμπεριφοράς υπολογίσιμης πλέον μερίδας νέων; Οπωσδήποτε τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή πρότυπα και η μίμηση αυτών των προτύπων. Όχι όμως μόνον και όχι κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν βαρύτατες ευθύνες στο εσωτερικό, δικές μας ευθύνες, που δεν πρέπει να αποκρυβούν με την προσφιλή μας προσφυγή στις ξενόφερτες επιδράσεις.
Η κολοσσιαίας κλίμακας εξαχρείωση των ηθών στο δημόσιο βίο της χώρας. Βρισκόμαστε κυριολεκτικά μπροστά σε μια κατάλυση του δημόσιου ήθους, που οδηγεί μαθηματικά το νέο άνθρωπο σε καθολική τάση αμφισβήτησης και έλλειψης σεβασμού προς κάθε φόρμα ζωής, Είναι λοιπόν αντίδραση φυσιολογική, όταν αυτοί στους οποίους εμπιστευόμαστε τις αναγκαίες για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής φόρμες τις ποδοπατούν και τις εξευτελίζουν και μάλιστα απροκάλυπτα και βάναυσα.
Η προώθηση μηδενιστικών μοντέλων και αντιλήψεων από τους εμπόρους της «ψευτοκουλτούρας» που σερβίρονται ως πνευματικοί και καλλιτεχνικοί «ταγοί» του τόπου. Τροβαδούροι του τίποτα και για το τίποτα ρίχνουν τους νέους ανθρώπους στο κενό και τους αφήνουν ξεκρέμαστους για να τα βγάλουν πέρα σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς έχει γίνει ανοηματική και βαθύτατα αντιφατική.
Η πρωτοφανής έξαρση της διαφήμισης και της εμπορικής προπαγάνδας, που εμποδίζει κάθε ρεαλιστική προσγείωση των νέων ανθρώπων στην πραγματικότητα και τους κάνει να αισθάνονται ανύπαρκτοι χωρίς αυτά τα «υπέροχα» πράγματα που προσφέρουν αφειδώς οι τηλεοπτικές οθόνες. Σκουλήκια που χρειάζονται πλέον την αυτοεπιβεβαίωσή τους για να αισθανθούν ότι είναι κάποιοι.
Η διάχυτη αντιπνευματικότητα και ανεγκεφαλοποίηση που ενσαρκώνεται στην ασύλληπτη χυδαιότητα, που έχει κατακλύσει την αγορά με εκπορνευτικές, βλακώδεις, σαδομαζοχιστικές εκδόσεις, τα θέατρα με βωμολοχίες, την τηλεόραση με μαγκιά, εκφραστική αθλιότητα, ισοπεδωτικά και βάρβαρα πρότυπα «επιτυχίας».
Η διαβρωτική λειτουργία του Τύπου που ευθύνεται όσο τίποτα για αυτή την αποθέωση και ηρωοποίηση των γηπέδων , του Τύπου που θεοποιεί τους αστέρες της μπάλας και στριμώχνει στα «ψιλά» τον κλασικό αθλητισμό. Του Τύπου που καθιέρωσε τον όρο «φίλαθλος» για την περιγραφή αυτών των μαινόμενων και σεληνιασμένων ορδών, που μεταβάλλουν τα γήπεδα σε αρένες και πεδία αιματηρών συγκρούσεων.
Το θέμα βέβαια δεν είναι απλό. Το μαχαίρι που χώθηκε στο πλευρό του νεαρού στην Ομόνοια εκφράζει μια στάση ζωής, ή καλύτερα μια στάση έσχατης ασέβειας απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, για την οποία είναι συλλογικά υπεύθυνη ολόκληρη η κοινωνία.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι δε συλλαμβάνεται η πολιτική διάσταση του θέματος και μάλιστα σοβαρότατη με δύο σκέλη:
Το ένα συνίσταται στο γεγονός ότι αυτές οι αντικοινωνικές περιθωριακές ομάδες λειτουργούν ως υποκατάστατα πολιτικής δραστηριοποίησης και οδηγούν τους νέους σε απολιτικοποίηση.
Το άλλο αναφέρεται στην ανάπτυξη μιας φασιστικής νοοτροπίας που δεν εκφράζεται μόνο στην αποθέωση της βίας και τη ς επιθετικότητας , αλλά σαν εξαφάνιση της ατομικότητας και της προσωπικής ευθύνης μέσα στη μάζα.
Και τα δύο αυτά στοιχεία πρέπει να προσεχτούν πολύ από όσους πραγματικά ενδιαφέρονται για την πορεία και την τύχη του λαού μας στο μέλλον.
Βασίλης Φίλιας
Εφημερίδα Πρώτη