Σελίδες

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2011

Οι λέξεις του γέλιου

γράφει ο Νίκος Σαραντάκος,   (www.sarantakos.com)

(αποσπάσματα)



…Οι αρχαίοι το γέλιο το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, καθώς είχαν προσέξει πως μόνο ο άνθρωπος γελάει (το μόνον γελάν των ζώων άνθρωπον, λέει κάπου ο Αριστοτέλης) και είχαν αναδείξει το γέλιο σε ειδοποιό διαφορά των ζώων από τους ανθρώπους. Ακόμα και στη Σπάρτη, που τη θεωρούμε όχι άδικα αυστηρή και σκοτεινή πολιτεία, ο Λυκούργος, αν τουλάχιστον πιστέψουμε τον Πλούταρχο, είχε αφιερώσει ναό με αγαλματίδιο του Γέλωτα. Λένε μάλιστα πως οι πιο πλακατζήδες από τους αρχαίους μας προγόνους ήταν οι Τροιζήνιοι, που οι άλλοι Έλληνες τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δεν σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου.  Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παίρνουν αποφάσεις στα σοβαρά ζητήματα. Τελικά καταφύγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τους βρει κάποια λύση. Σύμφωνα με το χρησμό που πήραν, για να θεραπευθούν έπρεπε να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς όμως σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.
Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας έδιωξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε, αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
– Φύγε από δω μικρέ, του βάλαν τις φωνές
– Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο;
απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια..
Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη
...
στα αρχαία η λέξη αστείος, που ετυμολογείται από το άστυ, την πόλη, σήμαινε τον καλλιεργημένο, τον ραφιναρισμένο, τον πνευματώδη, σε αντίθεση με τους κατοίκους των αγρών, που ήταν πιο χοντροκομμένοι και λέγονταν αγροίκοι. Η διάκριση αυτή χωριού-πόλης έχει περάσει και στα νεότερα ελληνικά, αν σκεφτούμε ότι τα χωρατά, τα αστεία δηλαδή, τα έκαναν οι κάτοικοι της χώρας, της πόλης. Αυτός που προκαλούσε το γέλιο στα αρχαία λεγόταν γελοίος, αλλά η λέξη, αρχικά τουλάχιστον, δεν είχε τη μειωτική σημασία που έχει σήμερα. Γελοίος στα αρχαία ήταν αυτό που σήμερα λέμε αστείος ή κωμικός. Έτσι, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, παρουσιάζεται ο Αριστοφάνης να λέει ότι δεν ανησυχεί μήπως πει τίποτα «γελοίον», που είναι στο κάτω-κάτω αρμοδιότητά του, αλλά μήπως πει πράγματα «καταγέλαστα». Και πολύ σωστά ο Ι. Συκουτρής στην αξεπέραστη έκδοσή του μεταφράζει κωμικός το αρχαίο «γελοίος» και γελοίος το αρχαίο «καταγέλαστος». Δυστυχώς σε μερικές σημερινές μεταφράσεις αρχαίων έργων, το γελοίος αποδίδεται «γελοίος», πράγμα που διαστρέφει το νόημα.
Όσο για τον κωμικό και την κωμωδία, η λέξη ετυμολογείται από τον κώμο, που ήταν στην αρχαιότητα ένας όμιλος νεαρών που διασκέδαζαν θορυβωδώς στις διονυσιακές γιορτές.  Κωμωδός αρχικά ήταν ένας από τους συμμετέχοντες σε τέτοιες εύθυμες πομπές, που πείραζε με άσεμνα συνήθως πειράγματα τους παριστάμενους. Η κωμωδία μέσω των λατινικών πέρασε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και επέστρεψε και στα ελληνικά ως κομεντί, λιγάκι πιο ραφινάτη και με λιγότερο γέλιο, ενώ και τα κόμικς αντιδάνειο είναι από το comics (δηλ. comic strips), γι’ αυτό και κάποιοι θέλησαν να τα γράψουν κωμικογραφήματα, που φυσικά όμως δεν επικράτησε.
Αν η κωμωδία είναι λέξη ελληνική που τη δανείσαμε στους ρωμαίους, η σάτιρα είναι ρωμαϊκή που την πήραμε εμείς δάνειο. Εδώ θέλει λιγάκι προσοχή, γιατί στα ελληνικά έχουμε δυο ομόηχες λέξεις, τη λ. σατιρικός και τη λ. σατυρικός.
...
Και το χιούμορ δάνειο είναι, από το αγγλικό humour, που ανάγεται στο λατινικό humor ‘υγρό, υγρασία’.
...
Κι εδώ τελειώνει η περιήγησή μας στις λέξεις του γέλιου.
...Είπαμε πιο πάνω πως το γελοίος στα αρχαία είχε κάπως διαφορετική σημασία από τη σημερινή, πως σήμαινε «αστείος, κωμικός» και δεν είχε αρνητική χροιά, και ότι μερικοί μεταφραστές σήμερα τα μπερδεύουν. Όχι μόνο μεταφραστές, και μ’ ένα αστείο (ή γελοίο;) επεισόδιο θα κλείσουμε σήμερα. Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, ήταν ένας γερμανός καθηγητής, ονόματι Μαξ Στρόι θαρρώ, που δίδασκε αρχαία ελληνικά στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο Στρόι μιλούσε καλά ελληνικά και στα συχνά ταξίδια του στην Ελλάδα είχε γνωρίσει τον Μυτιληνιό λόγιο Πάνο Ευαγγελινό με τον οποίο είχαν αλληλογραφία, στα ελληνικά. Κάποια στιγμή, ο Ευαγγελινός του έστειλε ένα ευθυμογράφημα που είχε δημοσιέψει στην τοπική εφημερίδα. Και ο Στρόι, που ανέκαθεν επαινούσε τα κείμενα του φίλου του χωρίς να τσιγκουνεύεται τα καλά λόγια, τώρα απάντησε: «Το άρθρο που μου έστειλες ήταν πολύ γελοίο». Ψυχρολουσία για τον καημένο τον συγγραφέα, μέχρι που κατάλαβε ότι ο φίλος του είχε χρησιμοποιήσει την αρχαία σημασία της λέξης. Και του απάντησε στο επόμενο χρονογράφημα: «Αγαπητέ μου Μαξ, τη λέξη γελοίος σήμερα μήτε να τη λες, μήτε να τη γράφεις. Είναι κόκκινο πανί για μας που γράφουμε. Έχεις τόσες άλλες λέξεις να διαλέξεις. Για ευκολία σου, θα σου αραδιάσω μερικές: γουστόζικο, πειραχτικό, ευτράπελο, χιουμοριστικό, διασκεδαστικό, χωρατατζίδικο. ειρωνικό, αλατισμένο, παιχνιδιάρικο, αστείο, γλεντζέδικο, δροσερό, γκεβεζλίδικο, πνευματώδες, σκερτσόζικο, σπιρτόζο».
Με τόσα συνώνυμα, δεν φαντάζομαι να τολμήσει κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη-ταμπού για τούτο εδώ το κείμενο!
πηγή: Ηλεκτρονικό περιοδικό 24 Γράμματα