Πηγή : http://tovima.dolnet.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=263326
Είναι κοινή διαπίστωση ότι η οικονομική μεγέθυνση απαιτεί θυσίες του φυσικού κεφαλαίου. Οι θυσίες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε μη αντιστρεπτές βλάβες του πλανήτη μας και σε μείωση της ευημερίας του ανθρώπου. Ενας μετασχηματισμός με βασικούς άξονες: α) περιορισμό της χρήσης φυσικών πόρων, β) εκμετάλλευση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, με ρυθμούς που δεν υπερβαίνουν την ικανότητα του συστήματος να τους αναγεννά, και γ) λελογισμένη εξάντληση των μη ανανεώσιμων πόρων με ρυθμούς που να μην υπερβαίνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης ανανεώσιμων υποκατάστατων, θεωρείται λίαν επιβεβλημένος.
Η οικονομία της μεγέθυνσης στηρίχθηκε στο αξίωμα του «ακόρεστου»- ο άνθρωπος γίνεται πάντα ευτυχέστερος όσο περισσότερο καταναλώνει. Το αξίωμα αυτό κλονίζεται... Το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών και επιθυμιών του ανθρώπου πρέπει να συνδυαστεί με τις επιβαλλόμενες θυσίες (εργασία, απώλεια ελεύθερου χρόνου, εξάντληση φυσικών πόρων, ρύπανση...).
Η υιοθέτηση και η υλοποίηση μιας αειφόρου οικονομίας απαιτούν από τους οικονομολόγους αλλά και από τους πολιτικούς και τους πολίτες μιαν αλλαγή αξιών και ακόμη μια τεράστια αλλαγή στη νοοτροπία και στην ψυχοσύνθεσή τους. Το γεγονός αυτό θέτει ανυπέρβλητους φραγμούς για τη μετάβαση από την οικονομία της μεγέθυνσης (ποσοτική αύξηση) στη βιώσιμη οικονομία (ποιοτική βελτίωση). Αλλά και η συνεχής μεγέθυνση είναι βιοφυσικώς αδύνατη (αντίκειται στους δύο πρώτους νόμους της θερμοδυναμικής). Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους φυσικούς νόμους και πρέπει να επικεντρωθούμε στην πολιτική της αειφορίας. Το ερώτημα είναι πώς.
Η βασική ιδέα πίσω από την έννοια της αειφορίας είναι να μεταστρέψουμε τον δρόμο της προόδου από την οικονομική μεγέθυνση προς την οικονομική ανάπτυξη. Οπως είναι φυσικό η αειφόρος οικονομία έχει ένα άνω φράγμα ως προς τη μεγέθυνσή της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να αναπτύσσεται. Για παράδειγμα, δεν υφίσταται λόγος να περιοριστεί η ποιοτική βελτίωση και σχεδίαση των προϊόντων και να πάψει η απόσυρση από τη χρήση των μακροβιότερων και ανθεκτικότερων. Οι ενέργειες αυτές συμβάλλουν, λόγω των ποιοτικών βελτιώσεων και της χρηστικότητας, στην αύξηση του ΑΕΠ, χωρίς να αυξάνουν την ποσότητα των φυσικών πόρων που αναλώνονται. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η αειφόρος οικονομία θα συρρικνώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα καταστήσει προβληματικό το εμπόριο. Οι λόγοι είναι προφανείς: α) οι επενδύσεις θα περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από την ποιοτική βελτίωση και όχι την κερδοσκοπία, και β) ο ανταγωνισμός με τις μη αειφόρες οικονομίες (αν συνυπάρχουν) θα είναι άνισος, επειδή αυτές δεν επιβαρύνονται με το κόστος της αειφορίας. Οσον αφορά την απασχόληση η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, αλλά και η οικονομία της μεγέθυνσης δεν μπόρεσε να δώσει λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα. Προκειμένου να επιτευχθεί η αειφορία, η οικονομική σκέψη, οι οικονομικοί θεσμοί και οι στάσεις μας πρέπει να προσαρμοστούν στον νέο πολιτισμό. Για παράδειγμα, ένα μέτρο προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών για μισθωμένα αγαθά, που επεκτείνονται από τις οικιακές συσκευές ως τα είδη ένδυσης. Σε μια τέτοια προοπτική ο πωλητής κατέχει, συντηρεί, επανακτά και ανακυκλώνει το προϊόν μέχρι το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.
Στις μέρες μας ακούμε, ευχάριστα, για την προοπτική της «αειφόρου ανάπτυξης». Δεν ακούμε όμως για τον δρόμο, τα εμπόδια, τις στάσεις, τη φιλοσοφία μετάβασης...
Αν οι διακηρύξεις παραμείνουν ρητορικές, λεκτικές και χωρίς βήματα προσέγγισης θα χαθεί άλλη μια φορά η ελπίδα... και η αξιοπιστία του πολιτικού λόγου...
Ο κ. Χρ. Β. Μασσαλάς είναι πρόεδρος ΔΕ Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης