Σελίδες

Σάββατο, Ιουνίου 06, 2015

Τα νέα Νέα Ελληνικά

Λύο Καλοβυρνάς

Τα βασικά: η γλώσσα αλλάζει. Είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας να αλλάζει, να φεύγουν στοιχεία και να έρχονται νέα. Οι αλλαγές αυτές θεωρούνται από κάποιους φθορά ή εκφυλισμός, αλλά αυτή η άποψη δεν στηρίζεται σε καμία επιστήμη, ιδίως δε όχι στη γλωσσολογία, που μελετά την πορεία της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που υφίσταται. Η ελληνική δεν έπαθε κάποια ζημιά επειδή π.χ. εξαφανίστηκε ο δυϊκός αριθμός ή επειδή κάποτε ενσωματώθηκε η διπλή άρνηση ως κατάφαση. Έχουμε δικαίωμα να μη μας αρέσουν οι αλλαγές στη γλώσσα (επειδή μας ξεβολεύουν, επειδή μας φαίνονται αλλόκοτες ή αισθητικά άσχημες) αλλά από πότε το προσωπικό μας γούστο ή συνήθεια αποτελεί επιστημονικό κριτήριο;
Όλες οι γλώσσες αλλάζουν και η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Μιλάμε άλλα ελληνικά απ’ ό,τι μιλούσαν το 300 π.Χ. ή το 1840 μ.Χ. Κανείς, όμως, δεν αμφισβητεί ότι η γλώσσα μας παραμένει η ελληνική, κι ας έχουν προστεθεί ή αφαιρεθεί πολλά στοιχεία: λέξεις, συντακτικές δομές, γραμματικά φαινόμενα κτλ. Κάποιοι κλαυθμυρίζουν και κινδυνολογούν ότι η γλώσσα μας εκφυλίζεται λόγω της εισροής ξένων λέξεων, αλλά η άποψη αυτή είναι επιστημονικά αστεία όσο και παμπάλαια – εδώ και πολλούς αιώνες διάφοροι «επαγγελματίες θρηνωδοί», όπως τους αποκαλεί ο Γιάννης Χάρης, κλαίνε για τα ελληνικά που τάχα μου πεθαίνουν. Έχουν περάσει σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, από τότε που ο Φρύνιχος ο Αράβιος, γραμματικός στο επάγγελμα, έγραψε τον πρώτο οδηγό για το πώς να μιλάμε σωστά ελληνικά, δηλαδή αττικά, απορρίπτοντας τα παρηκμασμένα ελληνικά της ελληνιστικής εποχής (τα οποία αργότερα πήραν εκδίκηση και έγιναν η γλώσσα των Ευαγγελίων). Ελεεινολογεί την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, όπως τόσοι και τόσοι μετά από αυτόν, αλλά η ελληνική τους διαψεύδει εδώ και 2500 χρόνια, συνεχίζοντας ακάθεκτη!
Αλλαγή δεν σημαίνει φθορά ή εκφυλισμό, πόσο μάλλον εξαφάνιση. Πράγματι, κάποιες γλώσσες έχουν εξαφανιστεί, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους, που δεν έχουν να κάνουν με την ενσωμάτωση ξένων λέξεων, εκφράσεων ή δομών. Η ελληνική έχει αποδειχθεί απίστευτα δυναμική στο να ενσωματώνει ξενικά στοιχεία.
Τελευταία παρατηρώ ένα διαφορετικό φαινόμενο: πολλοί από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επαγγελματικό, χρησιμοποιούν ατόφιες αγγλικές λέξεις σκόρπια στον καθημερινό λόγο τους. «Πουλάνε μούρη φυσικά!» θα ισχυριστούν κάποιοι. Πράγματι, κάποιοι ίσως το κάνουν για να παραστήσουν τον καμπόσο. Η χρήση ξένων λέξεων ενώ υπάρχουν εύχρηστες αντίστοιχες λέξεις στη δική μας γλώσσα (π.χ. μερσί, τσάο) είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές γλώσσες· οι ξένες αυτές λέξεις ονομάζονται «δάνεια πολυτελείας» ή «συνυποδηλωτικά δάνεια» και η χρήση τους οφείλεται όχι σε πραγματικές ανάγκες της γλώσσας υποδοχής αλλά σε ψυχολογικές ανάγκες, με αφορμή το ανώτερο γόητρο της ξένης γλώσσας. Παλιότερα, στα ελληνικά υπήρξε τεράστια εισροή γαλλικών λέξεων· σήμερα, η γλώσσα κύρους είναι η αγγλική, και μάλιστα παρατηρούμε την αντικατάσταση γαλλικών μεταφραστικών δανείων με αντίστοιχα αγγλικά (π.χ. τατουάζ - τατού, σουτιέν - μπρα) ή με ελληνικές μεταφράσεις (ντεμπραγιάζ - συμπλέκτης).
Ωστόσο, δεν αναφέρομαι σε αυτούς που για να πουλήσουν μούρη πετάνε καμιά αγγλική λέξη για εφέ, αλλά σε ανθρώπους που ενσωματώνουν αγγλικές λέξεις στη ρύμη του λόγου τους. Για παράδειγμα, στις συνεδρίες, οι συμβουλευόμενοί/ές μου καθόλου δεν νοιάζονται να πουλήσουν μούρη για τις γλωσσικές τους γνώσεις την ώρα που μιλάνε για οδυνηρά, πολύ προσωπικά τους προβλήματα. Και όμως αρκετές/οί εντάσσουν, με μεγάλη φυσικότητα, αγγλικές λέξεις και εκφράσεις στη ρύμη του λόγου τους, ενίοτε μάλιστα απολογούμενοι/ες για την… αγγλικούρα.
Δεν αναφέρομαι σε δίγλωσσα άτομα, τα οποία ούτως ή άλλως κάνουν αυτό το code switching, αφού σκέφτονται και στις δύο γλώσσες. Σίγουρα όμως αναφέρομαι σε άτομα που έχουν έντονη, σχεδόν καθημερινή επαφή με την αγγλική γλώσσα. Αν όχι ενεργητικά (παράγοντας γραπτό ή προφορικό λόγο στα αγγλικά) σίγουρα παθητικά (διαβάζοντας βιβλία και άρθρα, παρακολουθώντας αγγλικές σειρές ή ταινίες κοκ). Αυτή η καθημερινή τριβή με τη γλώσσα δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τη δική μας ιδιόλεκτο (δηλαδή τον πολύ προσωπικό τρόπο με τον οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα στην προφορική του επικοινωνία). Παρατηρώ αυτό το φαινόμενο τόσο σε ανθρώπους «μορφωμένους», που χειρίζονται άψογα την ελληνική γλώσσα, όσο και σε ανθρώπους με απλούστερο λεξιλόγιο. Δηλαδή, δεν είναι θέμα μορφωτικού επιπέδου, αλλά τριβής με τα αγγλικά.
Για αρκετές Ελληνίδες και Έλληνες ένα σημαντικό μέρος της καθημερινής τους πραγματικότητας συμβαίνει στα αγγλικά, είτε στη δουλειά είτε στην ψυχαγωγία· κάποιες εκφράσεις και λέξεις τις ζουν μόνο στην αγγλική και έτσι σιγά σιγά από παθητική γνώση περνάνε στην ενεργητική χρήση.
Αυτό το φαινόμενο το παρατηρώ και με Δανούς και Γάλλους, με τους οποίους συνομιλώ στη γλώσσα τους· αν έχουν συνεχή τριβή με τα αγγλικά, όλο και κάποια αγγλική λέξη παρεισφρέει με μεγάλη φυσικότητα στον λόγο τους.
Μερικές φορές, οι ξένες λέξεις ενσωματώνονται στη γλώσσα. Στα δανέζικα, λόγου χάρη, η χρήση του αγγλικού fuck εντάχθηκε σε τέτοιο βαθμό, που εκδανίστηκε πλήρως (du fucker mig op = you’re fucking with me). Ενίοτε κάποιες ξένες λέξεις ενσωματώνονται σε τέτοιο βαθμό, που αποκτούν μια πλήρως ανεξάρτητη ζωή. Αυτοί οι αγγλισμοί αποκαλούνται στη γλωσσολογία ψευδοαγγλισμοί· πρόκειται για αγγλικές λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται σε άλλες γλώσσες με τρόπο που δεν θα χρησιμοποιούνταν ποτέ στα αγγλικά ή σημαίνουν κάτι τελείως διαφορετικό. Τέτοιοι ψευδοαγγλισμοί στα ελληνικά είναι, μεταξύ άλλων, το μπόντι (leotard), το βιντεοκλίπ (music video), το σλιπ (briefs), το ζάπινγκ (channel-surfing) ή το handy στα γερμανικά (mobile, cell phone).
Ακούω ήδη τις ιερεμιάδες πολλών, που θα κατακεραυνώσουν αυτό το άρθρο κι εμένα για ξεπούλημα της γλώσσας ή σταδιακή καταστροφή της. Γουατέβα. Μου αρκεί που ξέρω ότι τα ελληνικά θα μας θάψουν όλους!
ΥΓ: Αν σας ενδιαφέρει να διαβάσετε κάποιες εξαιρετικά χρήσιμες αναλύσεις για τα ελληνικά και τους μύθους με τους οποίους έχουμε μεγαλώσει, σας παραπέμπω στο άρθρο 10 μύθοι, όπου γράφουν εξέχοντες επιστήμονες της γλώσσας (Μαρωνίτης, Φραγκουδάκη, Χριστίδης, Βελούδης κ.ά)