Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

αλτρουισμός

Από Βικιλεξικό



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική αλτρουισμός αλτρουισμοί
Γενική αλτρουισμού αλτρουισμών
Αιτιατική αλτρουισμό αλτρουισμούς
Κλητική αλτρουισμέ αλτρουισμοί

Ετυμολογία

αλτρουισμός< γαλλική altruisme < alter (la) (= άλλος)
Η λέξη εφευρέθηκε το 1895 από τον Auguste Comte, από τους ιδρυτές της κοινωνιολογίας

Ουσιαστικό

αλτρουισμός αρσενικό μόνο στον ενικό

  • πεδίο ενδιαφέροντος με κατεύθυνση από το εγώ προς το ευρύτερο σύνολο

Συγγενικές λέξεις

Συνώνυμα

Αντώνυμα



θέματα

Δημοφιλείς αναρτήσεις