Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

«Οι γάτες του Άη Νικόλα»

( Κριτική στο σύγχρονο πολιτικό λόγο)

 

 

 

της Άννας Φραγκουδάκη

   Στην ευρωπαϊκή εποχή μας απουσιάζει δραματικά στην ελληνική κοινωνία ο διάλογος και η διαπάλη των ιδεών. Η υπεράσπιση πολιτικών θέσεων δεν γίνεται με επιχειρήματα και τεκμήρια. Στη θέση του πολιτικού λόγου που απευθύνεται στην κρίση των πολιτών και επιχειρηματολογεί, ευρύτατα κυριαρχεί ένας λόγος που απευθύνεται στο συναίσθημα, συνθηματολογεί, μετατρέπει τον πολιτικό συλλογισμό σε ηθική κατηγορία και καταγγέλλει ηθικά τους πολιτικούς του αντιπάλους. Με άλλα λόγια καταπατάει την αρχή της ελευθερίας του λόγου, μετατρέποντας την πολιτική κριτική σε ηθική καταγγελία.

   Ο πολιτικός λόγος άρα που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία καλλιεργεί αντιλήψεις βλαβερές και επικίνδυνες γιατί είναι αντίθετες με τη δημοκρατία. Η ηθική καταδίκη στη θέση της πολιτικής κριτικής είναι βασικό χαρακτηριστικό του λόγου των φασισμών. Η ναζιστική εξουσία έκανε τη μεγαλύτερη κατάχρηση αυτού του είδους λόγου, συστηματικά μετατρέποντας την πολιτική κριτική σε ηθική αγανάκτηση. Δεν άσκησε ποτέ κριτική στους πολιτικούς της αντιπάλους, αλλά χρησιμοποίησε εναντίον τους τη συκοφαντία συνοδευόμενη από την ηθική καταγγελία, πράγμα που άνοιξε τον δρόμο στη φυσική τους εξόντωση.
  Μέσα στην κρίση των ιδεών που κυριαρχεί βλάπτεται βαθύτατα η κοινωνία από τη συλλήβδην ηθική καταγγελία όλων ανεξαιρέτως των εκπροσώπων του Κοινοβουλίου. Αυτόκλητοι ρήτορες κάθε είδους κάνουν κατάχρηση των αξιών έθνος, πατρίδα, πατριωτισμός και με την ηθική σπίλωση των πολιτικών τους αντιπάλων κερδίζουν ακροατήρια. Η ηθική διάσταση εμποδίζει τους πολίτες να καταλάβουν πόσες ανοησίες περιέχει αυτή η «πατριωτική» ρητορεία και πόσες θέσεις βλαβερές για την εθνική αυτοεικόνα και επικίνδυνες για τα εθνικά συμφέροντα.

   Η εθνικοφροσύνη άκριτα και αυτόματα μετατρέπει την ορθολογική αντιμετώπιση των εθνικών ζητημάτων σε σατανικό προϊόν του Βεελζεβούλ, καθώς η όποια ανόητη είτε επικίνδυνη πολιτική θέση για το έθνος ή την πατρίδα προβάλλεται σαν θρησκευτική δοξασία που αντιμάχεται την «προδοσία». Ετσι ο κάθε ρήτορας «πατριώτης» εύκολα βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα και ναρκοθετεί τη δημοκρατία. Στη δημοκρατική και ευρωπαϊκή εποχή μας, «γενιές φαρμάκι», όπως λέει ο Σεφέρης στιςΓάτες του Άη Νικόλα, ακόμα σήμερα ποτίζει ο αυταρχισμός και η ιδεολογική βία.
Πηγή: Εφημερίδα Τα Νέα

 Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται η Άννα Φραγκουδάκη. Το ακρωτήρι και το μοναστήρι του Αϊ Νικόλα των γάτων βρίσκεται στην Κύπρο.










 Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα 
Σεφέρης Γιώργος

 Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.






 «Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
            Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.


Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
Το ποίημα  βρήκα στη σελίδα  "Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού"






θέματα

Δημοφιλείς αναρτήσεις