ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ ( Ζ-Ι)

ΥΠΟΜΟΝΉ, ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΩ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Ηθική 




Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο; Νομίζουμε πως ξέρουμε. Αλλά το ξέρουμε στα αλήθεια;

(Διασκευή)


Τι είναι το καλό και τι το κακό; Ποια είναι τα όρια μεταξύ μιας ηθικής πράξης και μιας ανήθικης; Πως μπορούμε να “μετρήσουμε” ή και να “αυξήσουμε” την ηθικότητα μιας πράξης; Αυτά και παρόμοια ερωτήματα απασχολούν τους φιλοσόφους εδώ και αιώνες. Μεγάλα μυαλά της ανθρωπότητας έχουν προσπαθήσει να διερευνήσουν με τον δικό τους τρόπο ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό: την ηθικότητα. Οι Καντ, Καρτέσιος, Αριστοτέλης, Πλάτωνας και Νίτσε είναι μόνο μερικά ενδεικτικά μεγάλα ονόματα φιλοσόφων που ο καθένας έδωσε τις δικές του απαντήσεις στο ερώτημα του τι είναι ηθικό και τι όχι.
Όπως ήταν φυσικό, ένα τόσο μεγάλο και πανανθρώπινο θέμα απασχολεί και την επιστήμη της ψυχολογίας, από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι, ίσως με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Δρ. Ζιμπάρντο, ενδιαφέρονται να δουν πως οι κοινωνικές συνθήκες μπορούν να αλλάξουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων κάνοντας τους περισσότερο ή λιγότερο ηθικούς. Τελικά αυτοί που προβαίνουν σε αποτρόπαιες πράξεις βίας, όπως δολοφονίες, βιασμούς, γενοκτονίες και βασανισμούς ανθρώπων είναι πράγματι λίγοι και αποτελούν τρανταχτές περιπτώσεις ατόμων με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα (ή και “κόμπλεξ”, όπως λέμε στην καθομιλουμένη), όπως πιστεύουν οι περισσότεροι; Ή μήπως ο καθένας από εμάς είναι σε θέση να βγάλει από μέσα του έναν μικρό ή μεγάλο “δαίμονα”, έτοιμο να διαπράξει το κακό όταν βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες;

Ο Δρ. Ζιμπάρντο υποστηρίζει πως όλα είναι σχετικά. Δεν υπάρχουν ξεκάθαρα όρια μεταξύ καλού και κακού, αλλά αντίθετα η ηθικότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας. Εάν είμαστε μέλη ενός συνόλου που βρίσκεται σε σύγκρουση με μια δαιμονοποιημένη έξω-ομάδα  τότε είναι πολύ πιο εύκολο να διαπράξουμε αποτρόπαιες πράξεις εναντίον των αντιπάλων όταν λειτουργούμε ως σύνολο. Η ευθύνη της πράξης δεν είναι προσωπική, αλλά αντίθετα “μοιράζεται” στα μέλη της ομάδας ή -πολύ συχνότερα- χρεώνεται σε έναν απώτερο, πάντοτε “καλό”, σκοπό και επομένως εξανεμίζεται.
Έρευνες όπως το πασίγνωστο πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ ή το πείραμα του Μίλγκραμ έδειξαν πως η ανθρώπινη ηθικότητα είναι αρκετά εύπλαστη. Αν βρεθούμε σε ένα βίαιο περιβάλλον ή κάποιος τον οποίο θεωρούμε ανώτερό αναλάβει την ευθύνη των (ανήθικων) πράξεών υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε και εμείς βίαιοι και σαδιστές, αντίθετα πάντα με τις ηθικές αξίες που πιστεύουμε πως έχουμε. Αυτά τα συμπεράσματα φαίνονται πως επαληθεύονται και με εγχώριες έρευνες, όπως αυτή της Δρ. Χαρίτου-Φατούρου , η οποία μέσω συνεντεύξεων των βασανιστών της χούντας (ΕΑΜ-ΕΣΑ) διαπίστωσε πως το περιβάλλον παίζει καταλυτικό ρόλο στη “δημιουργία” ατόμων έτοιμα να βασανίσουν τον οποιοδήποτε με μια και μόνη διαταγή.
Είναι γνωστό πως διαφοροποιώντας ελαφρώς τη διατύπωση μιας ερώτησης ή την περιγραφή ενός γεγονότος, μπορεί να αλλάξει και η τελική ερμηνεία τους, με αποτέλεσμα ανάπτυξη διαφορετικών συμπεριφορών. Παρόμοια αποτελέσματα μπορεί να έχει και η διατύπωση ενός ηθικού διλήμματος η οποία μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει μια τάση προς την μια ή την άλλη πλευρά. Αυτού του είδους οι διαπιστώσεις είναι γνωστές και στους πολιτικούς οι οποίοι, παίζοντας με τις λέξεις, προσπαθούν να πείσουν υπέρ της αναγκαιότητας και -κυρίως- της ηθικότητας των αποφασεών τους.

Η ηθική εν τέλει φαίνεται πως είναι ένα πολύ σχετικό θέμα. Εξαρτάται από την διατύπωση του ηθικού ζητήματος, τις προδιαθέσεις μας, τις κοινωνικές συνθήκες αλλά και το αναμενόμενο τελικό αποτέλεσμα. Βλέπουμε πως το καλό και το κακό δεν έχουν ξεκάθαρα όρια. Μια πράξη που σε μια δεδομένη στιγμή μας φαίνεται απολύτως ηθική και δικαιολογημένη, μπορεί στο επόμενο λεπτό να είναι εντελώς ανήθικη. Στις δύσκολες εποχές που ζούμε οι οποίες αποτελούν πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους εχθρικά συναισθήματα απέναντι σε συνανθρώπους μας (πολυεπίπεδος ρατσισμός, ανταγωνιστικότητα, μεταναστευτικά ζητήματα, οικονομική ανέχεια κ.α.) πρέπει να έχουμε όλα αυτά στο νου μας όταν καλούμαστε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις, κυρίως όταν βάσει αυτών διακυβεύεται η ζωή τρίτων.
Δημήτρης Αγοραστός http://psychologein.sciblogs.net/2010/01/06/ethics/
Πηγή: http://www.glikiazoi.gr/2012/03/01
ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Α1. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου που σας δόθηκε (100-120 λέξεις).
Μονάδες 25

Β1. Να αναπτύξετε σε μια παράγραφο 80 έως 100 λέξεων το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος: «η ηθικότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας .»
Μονάδες 10


Β2.  α) Να σχολιάσετε τον τίτλο του κειμένου (μονάδες 3)
       β) Να δώσετε έναν δικό σας τίτλο (μονάδες 3)
Μονάδες 6

Β3. α) Να γράψετε ένα α ν τ ώ ν υ μ ο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
Κάλλιστα, δημιουργήσει, ξεκάθαρα, απολύτως, πρόσφορο
. (μονάδες 5)

β) Να γράψετε ένα σ υ ν ώ ν υ μ ο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
 πανανθρώπινο,    σκοπιές,    προβαίνουν,  τρανταχτές,  αλλάξουν
 (μονάδες 5)
Μονάδες 10

Β4 α) «Τελικά αυτοί που προβαίνουν …συνθήκες;» Ο συγγραφέας στο προηγούμενο απόσπασμα  κάνει χρήση ερωτήσεων; Τι επιτυγχάνει;         (μονάδες 3)
β) « Βλέπουμε πως  το καλό … διακυβεύεται η ζωή τρίτων». –τελευταία παράγραφος-  Στο παραπάνω απόσπασμα αναπτύσσεται ένας συλλογισμός. Να τον χαρακτηρίσετε με βάση την πορεία του νου (μονάδες 3)  και με βάση το είδος των προτάσεων    (μονάδες 3)
Μονάδες 9

Γ1. Σε ομιλία που θα εκφωνήσετε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου ως εκπρόσωπος των μαθητών του σχολείου σας να αναφερθείτε στους κυριότερους  παράγοντες οι οποίοι εμποδίζουν το σύγχρονο άνθρωπο  να κρατηθεί ηθικός αλλά  και στους λόγους για τους οποίους αξίζει να αναλάβει ο καθένας μας αυτόν τον δύσκολο αγώνα  (500-600 λέξεις).
Μονάδες 40





Το αντίδοτο στον κυνισμό



Τάκης Θεοδωρόπουλος , 13.04.2014

Το πρόβλημα με όσους επιδίδονται στην αποδόμηση των εθνικών συλλογικών μύθων, με την ίδια ευκολία με την οποία άλλοι τούς υποστηρίζουν, είναι ότι στα ερείπιά τους δεν αναδύεται πάντα η λάμψη της αλήθειας. Το αντίθετο θα έλεγα, και αν κρίνουμε από την ιστορική μας πείρα, στα ερείπια των συλλογικών μύθων φύονται με τη μεγαλύτερη άνεση ο κυνισμός και η απαξίωση. Δύο καταλυτικές «αρετές» της απομυθοποίησης. Απαξίωση και κυνισμός σαν αυτόν που επεδείκνυαν τα επαναστατημένα παιδιά του Μάη του ’68 όταν αποκαλούσαν τον πρύτανη της Ναντέρ φασίστα, παρά το γεγονός ότι αυτός ο «φασίστας» είχε συμμετάσχει στην Αντίσταση και είχε οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως επί γερμανικής κατοχής. Εμπειρία που ούτε τους περνούσε από το μυαλό ότι θα μπορούσαν να τη ζήσουν τα παιδιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης με τις επαναστατικές περγαμηνές της σφαλιάρας που τους έδωσε κάποτε κάποιος αστυνομικός.

Στα δικά μας τώρα, πιστεύω πως αυτή η εμμονή στην απομυθοποίηση ήταν ένα από τα πιο ύπουλα και υποδόρια κληροδοτήματα της δικτατορίας και μία από τις μεγαλύτερες εμμονές της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η δικτατορία γελοιοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο όλους τους εθνικούς μας μύθους. Η Μεταπολίτευση δεν είχε και πολλή δουλειά να κάνει. Της έφτανε να γελάει με το ήδη «γελοίο» και να φωνασκεί εναντίον όσων τολμούσαν να αρθρώσουν έστω και μία λέξη για να τους υπερασπιστούν. Όχι πάντα αδίκως εννοείται. Το αποτέλεσμα όμως της απαξίωσης της συλλογικής μας ύπαρξης το ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Η κοινωνική ζούγκλα τού «έλα μωρέ δεν έγινε και τίποτε», που καθιερώθηκε ως εθνική ιδεολογία, δεν ήταν παρά το ψυχολογικό αντίκρισμα της πλήρους απαξίωσής μας. Όταν είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν αξίζουμε και τίποτε σπουδαίο, πως τα έργα μας είναι ούτως ή άλλως κατώτερα των περιστάσεων, μένουμε μόνοι με τον υπέροχο εαυτούλη μας και κοιτάζοντάς τον τρυφερά στον καθρέφτη καταλήγουμε στο υπαρξιακό συμπέρασμα ότι δεν μας μένει τίποτε παρά να τη βγάλουμε όσο καλύτερα μπορούμε, με όποιο κόστος. Ο ελληνικός πολιτισμός δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τις ενοχές. Είχε όμως βαθιά ριζωμένο μέσα του το αίσθημα της «αιδούς» και της «δίκης». Όταν χάσεις την «αιδώ», γιατί τίποτε δεν σε επαναφέρει στην τάξη, τότε καταρρέει και η «δίκη».

Και δεν αναφέρομαι μόνο στους πολιτικούς ταγούς, όπου και το προφανές. Γράφοντας τα παραπάνω, μου έρχονταν στο μυαλό άνθρωποι που είναι ενθουσιασμένοι με τους εαυτούς τους μόνον και μόνον επειδή κατάφεραν να γίνουν υπουργοί, κοινώς, να «πιάσουν την καλή». Αναφέρομαι κυρίως στους εκπροσώπους αυτού που ονομάζουμε με τη μεγαλύτερη ευκολία «πνευματικός κόσμος» και τους θυμόμαστε συνήθως όταν συμβεί κάποια μεγάλη καταστροφή, ακόμη και φυσική, και όταν ζητάμε συμμάχους για να υπερασπιστούμε τα διάφορα συντεχνιακά μας συμφέροντα τα οποία, ως γνωστόν, μεταφράζονται σε εθνικά. Ποιοι είναι αυτοί; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι την περασμένη Δευτέρα, προσκεκλημένος της Τραπέζης της Ελλάδος για να μιλήσω στην τιμητική εκδήλωση για τον Ηλία Βενέζη, ο οποίος υπήρξε υπάλληλός της, αναφερόμενος στον τιμώμενο σκεφτόμουν συνεχώς ποιοι είναι αυτοί που κάποτε υπήρξαν και εξαφανίστηκαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ποια ήταν αυτή η περίφημη γενιά του τριάντα, την οποία με τόση ζέση απομυθοποιήσαμε και εξορίσαμε από τους πνευματικούς μας ορίζοντες, αφού εννοείται μάθαμε λογοτεχνία διαβάζοντας τα έργα τους.

Κατ’ αρχάς, και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τον «πνευματικό κόσμο» της Μεταπολίτευσης, η γενιά του τριάντα παρενέβαινε δημοσία για να υπερασπιστεί το έργο της και όχι την κοινωνική της ή την επαγγελματική της θέση, όπως οι διάφοροι πανεπιστημιακοί που ανέλαβαν ανεπιτυχώς να παίξουν τον ρόλο της πνευματικής ηγεσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Μπορεί να έπεφταν έξω σε πολλά, αλίμονο, όμως, κανείς δεν μπορεί να τους αφαιρέσει το τεκμήριο της πνευματικής εντιμότητας. Κατά δεύτερον, όσες διαφορές κι αν υπάρχουν ανάμεσα στον τρυφερό Βενέζη και τον πιο εγκεφαλικό Θεοτοκά, και με άλλους ακόμη περισσότερες, όλοι προσπάθησαν να υπηρετήσουν ένα είδος το οποίο ως τότε ήταν μάλλον παραγνωρισμένο στη φιλολογική μας δημοκρατία, το μυθιστόρημα. Άλλοι καλύτερα, άλλοι λιγότερο καλά, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Έφτιαξαν μια μυθιστορηματική γλώσσα για εμάς τους μεταγενέστερους, την οποία καθήκον μας ήταν να επεξεργαστούμε και να ξεπεράσουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να την αγνοήσουμε. Και φτιάχνοντας αυτήν τη γλώσσα, προσπάθησαν να εντάξουν την ελληνική πνευματική δημιουργία στην επικράτεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όταν μιλάμε για μυθιστόρημα, μιλάμε για Ευρώπη και η γενιά του τριάντα το υπηρέτησε όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς όμως να αισθάνεται ότι προδίδει τα εθνικά της αισθήματα. Υπερασπιζόμενη τον μύθο περί αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού λαού, ήταν σε μόνιμο διάλογο με τα τεκταινόμενα στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή. Δεν τους ήταν ξένη και πάντως δεν αισθάνονταν ότι δημιουργούσαν σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ομοτέχνους τους. Η στάση αυτή της σύνθεσης και του διαλόγου είναι εμφανής και στην ποίηση, αλλά και στη ζωγραφική της ίδιας εποχής. Και αξίζει κάποτε να αναρωτηθούμε πόσο διαφορετικές θα ήσαν οι σχέσεις μας με την ευρωπαϊκή παιδεία, αν, αντί να εμπιστευθούμε το εκπαιδευτικό σύστημα στα αδαή και κυνικά προϊόντα των κομματικών σωλήνων, το είχαμε εμπιστευθεί σε ανθρώπους σαν τον Βενέζη ή τον Θεοτοκά.

Η γενιά του τριάντα μάς δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος γονιμότερος από την απομυθοποίηση. Είναι η πράξη της δημιουργίας, σκολιά[1] είναι η αλήθεια, για να κερδίσει τις περγαμηνές του και τη δημοφιλία του πρέπει να ιδρώσει και να διακινδυνεύσει πολλά, όμως αξίζει τον κόπο. Είναι το ιδανικό αντίδοτο στον κυνισμό.



Ερωτήσεις

1. Να γράψετε την περίληψη του κειμένου (100-120 λέξεις)
(Μον. 25)

2. Όταν χάσεις την «αιδώ», γιατί τίποτε δεν σε επαναφέρει στην τάξη, τότε καταρρέει και η «δίκη»: Με αφορμή το παραπάνω χωρίο να εκφράσετε ελεύθερα τις σκέψεις σας σε μια παράγραφο (80-100 λέξεις).
(Μον. 10)

3. α) Να γράψετε δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ύφους του παραπάνω κειμένου. Να δικαιολογήσετε τους χαρακτηρισμούς σας με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
(Μον. 2)
     β) Γιατί ο συγγραφέας έθεσε εντός εισαγωγικών τις παρακάτω λέξεις/φράσεις;
«έλα μωρέ δεν έγινε και τίποτε», «αιδούς» (2η παράγραφος), «πνευματικός κόσμος» (3η παράγραφος).
(Μον. 3)

4. Να εντοπίσετε 5 λέξεις/εκφράσεις που ανήκουν σε περισσότερο λόγιο λεξιλόγιο  και 5 του πιο καθημερινού λόγου.
(Μον. 5)

5. Με το δεύτερο συνθετικό των παρακάτω σύνθετων λέξεων να σχηματίσετε νέες σύνθετες λέξεις και να τις χρησιμοποιήσετε σε προτάσεις, ώστε να φαίνεται η σημασία τους: αποδόμηση, καταλυτικές, κληροδοτήματα, προσκεκλημένος, δημοφιλία.
(Μον. 10)

6. Να επισημάνετε τα δομικά στοιχεία και τους τρόπους ανάπτυξης της πρώτης παραγράφου
(Μον. 5)

7. Σε κείμενο που πρόκειται να αναρτήσετε στην ιστοσελίδα του σχολείου σας να εκφράσετε τις απόψεις σας σχετικά με τη στάση που πιστεύετε ότι πρέπει να κρατάν οι νέοι που φιλοδοξούν να αλλάξουν τον κόσμο απέναντι στο παρελθόν. Ποιες αρετές θεωρείτε ότι πρέπει να χαρακτηρίζουν τις παρεμβάσεις που επιχειρούν στην κατεύθυνση οικοδόμησης του νέου κόσμου που ονειρεύονται;
(Μον. 40)





[1] σκολιά = στραβή







Η κουλτούρα της αγένειας



Χαριτίνη Καρακωστάκη , 12/03/2013


Πώς φτάσαμε να θεωρείται κανονικότητα η επίδειξη των κακών τρόπων.

Όταν συναντιούνται τυχαία δύο άγνωστοι στον δρόμο, έλεγε ο Ερβιν Γκόφμαν (αμερικανός κοινωνιολόγος των ηθών της καθημερινής ζωής), αυτό που ακούγεται συχνότερα να βγαίνει από το στόμα τους είναι «καλημέρα» και «συγγνώμη». Και συμπλήρωνε: Αυτά τα «καλημέρα» και τα «συγγνώμη» πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη και να τα μελετήσουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί μια κοινωνία.

Αν ο Γκόφμαν μπορούσε να κάνει μια βόλτα σε ένα ελληνικό αστικό κέντρο τού σήμερα, ας πούμε στην πρωτεύουσα, θα παρατηρούσε ότι όταν συναντιούνται δύο άγνωστοι μπορούν να ακουστούν πολλά διαφορετικά πράγματα, εκ των οποίων σπανιότερα «καλημέρα» και «συγγνώμη». Ο εισαγωγικός χαιρετισμός συχνά απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από ένα, μάλλον επιθετικό, «να σας πω!». Η έκφραση δε του αιτήματος που πυροδοτεί την επικοινωνία είναι συχνά αδιαμεσολάβητη: «Θέλω αυτό» ή «Έχετε το τάδε;» ή «Το τσιγάρο σας έρχεται κατευθείαν πάνω μου!». Η απουσία  της λεκτικής ευγένειας συνοδεύεται συχνά και από εκφράσεις αγένειας πέραν της φυσικής γλώσσας: η παντελής αδυναμία συγκρότησης ουράς σε ένα ταμείο και οι συνακόλουθοι αναστεναγμοί δυσαρέσκειας που βγαίνουν από το παρατοποθετημένο μπουλούκι των ανθρώπων, το σολιψιστικό[1] μπλοκάρισμα του διαδρόμου ή της πόρτας στο βαγόνι του μετρό, η ευκολία με την οποία κάποιος «δεν σε βλέπει» και σε προσπερνά κλέβοντας τη σειρά σου, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν το «δυνατό άγγιγμα» που προκύπτει από το «ασυναίσθητο» σκούντημα ή ποδοπάτημα, δεν είναι παρά μερικές από αυτές.

Η αγένεια δεν είναι προφανώς ελληνικό προνόμιο. Σε όλες τις πόλεις, όπου η επικοινωνία δεν γίνεται με όρους γνωριμίας όπως συμβαίνει στις πιο μικρές κοινότητες, οι άνθρωποι συχνά απογοητεύονται από τη συμπεριφορά τρίτων απέναντί τους. Το ενδιαφέρον όμως της ελληνικής αγένειας στις τυχαίες δημόσιες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων είναι ότι αυτή δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή ως μεμονωμένη παρέκκλιση από έναν κανόνα αστικής ευγένειας παρά θεωρείται κανονικότητα. Αντίθετα, μέσα σε ένα καθεστώς απόλυτης αστικής διαστροφής, οι τύποι ευγένειας είναι εκείνοι που θεωρούνται παρέκκλιση και γίνονται συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης, σχολιασμού και (καλοπροαίρετης;) πλάκας.

Η κουλτούρα της αγένειας διαμορφώνει ασφαλώς και τους όρους δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων. Φωνές, τσιρίδες, υποτιμητικός πληθυντικός και μάγκικος ενικός κυριαρχούν στη ζωντανή και τηλεοπτική πολιτική αντιπαράθεση. «Ακούς τι σου λέω, ρε; Ακούς τι σου λέω;», «Αυτό που σου λέω, εγώ!» ακούγονται να βγαίνουν από το στόμα μελιτζανοκόκκινων προσώπων έτοιμων να εκραγούν. Περιγραφικά επίθετα εν είδει κατηγορητηρίου (Καραγκιόζης, μαφιόζοι, λαμόγια, ρουφιάνοι) και ηθικολογίζοντες αφορισμοί («σα δεν ντρέπεστε!», «καλά, εντάξει, μπαρμπούτσαλα») και πού και πού κανένα αναστοχαστικό συγγνώμη («Μα είστε εντελώς ηλίθιος, συγγνώμη κιόλας») δίνουν και παίρνουν προτού τα διακόψει ρυθμικά η τέλεια μονοτονία της επανάληψης: «Με αφήνετε να μιλήσω; Με αφήνετε να μιλήσω; Μα γιατί δε με αφήνετε να μιλήσω;».

Η ελληνική κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή, όπως αντίστοιχα μια άλλη εθνική κουλτούρα ευγένειας δεν είναι καθαυτή καλή. Πράγματι η χρήση κάποιων λέξεων όπως «καλημέρα», «συγγνώμη», «ορίστε», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», καθώς και η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους την καλή συμβίωση των κατοίκων των πόλεων, ούτε επαρκούν για να εξαλείψουν τη βία – βίαιες συμπεριφορές εκδηλώνονται κάλλιστα και σε συνθήκης απόλυτης ευγένειας. Επιτελούν όμως, όπου χρησιμοποιούνται, μια σειρά από πολύπλοκες κοινωνικές λειτουργίες τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέψουμε: οργανώνουν τις τυχαίες αλλά αναπόφευκτες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων, φτιάχνουν μικρές καθημερινές τελετουργίες, αισθητικοποιούν την επικοινωνία κρύβοντας την πραγματική αδιαφορία που μπορεί να νιώθει ο ένας για τον άλλον, επιτρέπουν την έκφραση μέχρι και των πιο παράδοξων αιτημάτων διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας στιγμιαίες σχέσεις εξάρτησης. Κυρίως, όμως, υφαίνουν το πλαίσιο μιας κουλτούρας που υπολογίζει τον Άλλον, επιτρέπει την κριτική, αλλά επιζητεί τη συναίνεση.

Όχι, η κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή. Ευνοεί όμως τις εκρήξεις, τις φορμαλιστικές αντιπαραθέσεις και τις ανταγωνιστικές επιδείξεις υπέρμετρων εγώ. Αντίθετα, η αναγνώριση του Άλλου και η προσοχή στις ανάγκες του, που αυτόματα προκύπτουν από τη μηχανική χρήση ξερών τύπων ευγένειας, καθρεφτίζουν μία προδιάθεση συναίνεσης, απαραίτητη για την αστική συμβίωση. Ευγένειες και αγένειες, ήρθε η ώρα όλες αυτές τις λέξεις, τις στάσεις, τις συμπεριφορές, να τις πάρουμε στα σοβαρά.

 Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1.  Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο του κειμένου (100-120 λέξεις).
(Μον. 25)

2. Πράγματι η χρήση κάποιων λέξεων όπως «καλημέρα», «συγγνώμη», «ορίστε», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», καθώς και η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους την καλή συμβίωση των κατοίκων των πόλεων, ούτε επαρκούν για να εξαλείψουν τη βία – βίαιες συμπεριφορές εκδηλώνονται κάλλιστα και σε συνθήκης απόλυτης ευγένειας (5η παράγραφος) : Να σχολιάσετε το νόημα της παραπάνω περιόδου(80-100 λέξεις).
(Μον. 10)

3.«Πώς φτάσαμε να θεωρείται κανονικότητα η επίδειξη των κακών τρόπων.»  Τι επιδιώκει να επιτύχει  η συγγραφέας με τη χρήση μότο;  Γιατί χρησιμοποιεί  αυτή τη φράση ως μότο;
 (Μον. 5)

4.α) «... που υπολογίζει τον Άλλον ... » (5η παράγραφος): Γιατί η συγγραφέας προτίμησε να γράψει τη λέξη Άλλον με Α κεφαλαίο;  (Μον. 2)
β) Να σχολιάσετε τον τίτλο του κειμένου (Μον. 3)
(Μον. 5)

5. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί παρενθέσεις στη πρώτη, την τρίτη  και την τέταρτη παράγραφο. Τι επιτυγχάνει σε καθεμιά περίπτωση ξεχωριστά;
(Μον. 5)

6. α) βγαίνει, βόλτα, μπουλούκι, πλάκας, ξαναφτιάχνοντας: Να αντικαταστήσετε τις προηγούμενες λέξεις από συνώνυμές τους σε περισσότερο λόγιο ύφος. (Μον. 5)
    β) Να επιλέξετε  πέντε από τις παρακάτω σύνθετες λέξεις και χρησιμοποιώντας  το δεύτερο συνθετικό τους ως πρώτο να σχηματίσετε νέες σύνθετες λέξεις : κοινωνιολόγος, συγγνώμη, συνοδεύεται, εκφράσεις,  προνόμιο,  αντικείμενο, διαμορφώνει. (Μον. 5)
(Μον. 10)

7. Για ποιους λόγους τη ευγένεια θεωρείται απαραίτητο στοιχείο της συμπεριφοράς ενός πολιτισμένου ανθρώπου; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις δεν καταντά  συνώνυμη της κολακείας και της δουλοπρέπειας ή της ελιτίστικης/υπεροπτικής συμπεριφοράς; Να γράψετε τις σκέψεις σας σε ένα άρθρο (500-600 λέξεις)  που θα δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του σχολείου σας.
(Μον. 40)




[1] σολιψισμός < λατ. solus (= μόνος) + ipse (= αυτός ο ίδιος),
-Φιλοσοφική / επιστημολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε (με βεβαιότητα) είναι η προσωπική μας αντίληψη / συνείδηση. Ο εξωτερικός κόσμος -που μπορεί να μην είναι καν υπαρκτός- δεν είναι προσβάσιμος από τη γνώση μας (δε μπορεί δηλ. να γίνει κτήμα της).
-Μεταφυσική πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα μόνο του μυαλού του καθενός ανθρώπου. Άρα δεν υπάρχει τίποτα έξω από τη σκέψη μας.




Θανατική ποινή


Τα Επιχειρήματα Υπέρ και Κατά

Όσοι υποστηρίζουν τη θανατική ποινή θεωρούν ότι η γενική πρόληψη του εγκλήματος εξασφαλίζεται καλύτερα με τη διατήρησή της. Επίσης θεωρούν πως το κράτος φανερώνει την αξία της ανθρώπινης ζωής και τα ύψιστα αγαθά (όταν π.χ. επιβάλλεται σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας) μέσα από την επιβολή της ποινής. Άλλωστε προσθέτουν, η εκδίκηση και η ηθική καθώς και συναισθηματική δικαίωση των συγγενών των θυμάτων πρέπει να κατοχυρώνεται από την πολιτεία, ώστε να μην παίρνει ο κόσμος «το νόμο στα χέρια του». Να αναφέρω τέλος ότι σε κράτη που έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή, όταν κατά περιόδους , η εγκληματικότητα, συζητείται η επαναφορά της, για ορισμένα τουλάχιστον εγκλήματα.

Παρόλα αυτά πουθενά βάσει στατιστικών δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Τα ποσοστά εγκληματικότητας στις χώρες που εφαρμόζεται δεν έχουν μειωθεί (ούτε σε περιόδους όπου οι καταδίκες αυξάνονταν αισθητά). Άλλωστε, η ίδια η θανατική ποινή δεν αποτελεί έγκλημα; Σκοτώνουμε δηλαδή κάποιον επειδή σκότωσε, για να διδάξουμε ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε, γιατί η ανθρώπινη ζωή έχει απόλυτη αξία. Η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε ατόμου στη ζωή και δεν επιτρέπει να υποβάλλεται κανένας σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Μιλάμε για μια ποινή μη αναστρέψιμη. Στην περίπτωση της θανατικής ποινής η δικαιοσύνη δεν μπορεί να μετατρέψει ή να ανακαλέσει την απόφαση. Η επανόρθωση της αδικίας είναι αδύνατη. Και η αδικία της θανατικής ποινής δεν υπάρχει μόνο στο cinema , η «Ζωή του Ντέιβιντ Γκέιλ» βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα. Θυσιάζει λοιπόν η πολιτισμένη κοινωνία μας τη ζωή έστω και ενός αθώου ανθρώπου, προκειμένου να καταδικαστούν όλοι οι ένοχοι; Δεχόμαστε τις παράπλευρες απώλειες με γνώμονα το «κοινό καλό»;

Ακόμα όμως κι αν δεν υπάρχει αδικία, και το έγκλημα έχει όπως ακριβώς το εξέτασε το δικαστήριο, μπορεί μια ανθρώπινη ετυμηγορία να αποφασίσει την αφαίρεση μιας ζωής; Για να επιβληθεί μια θανατική ποινή σημασία δεν έχει μόνο το έγκλημα. Ρόλο παίζουν επίσης, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου (αναλόγως με την οικονομική του κατάσταση), η καταγωγή του, (το 42% των ανθρώπων που οδηγούνται σε ηλεκτρική καρέκλα στην Αμερική είναι μαύροι), η κυβέρνηση της χώρας (συντηρητική, προοδευτική), ο δικαστής ακόμα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μέσω της πίεσης που ασκούν και σε ποια κατεύθυνση.

Άφησα για το τέλος το επιχείρημα της βαναυσότητας της ποινής. Τόσο για το μελλοθάνατο, όσο και για τον εκτελεστή. Ο μεν μελλοθάνατος γνωρίζοντας το θάνατό του υποβάλλεται σε μια αφόρητη διαδικασία αναμονής (ψυχική βία) ο δε «δήμιος» αποκτηνώνεται ο ίδιος μέσα από την όλη διαδικασία.
Ρόζα Εδιάρογλου ( Απόσπασμα - Διασκευή)



ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Να γραφεί η περίληψη του κειμένου (80 – 100 λέξεις)
( Μονάδες 25 )

2. Να γράψετε ένα συνώνυμο και ένα αντώνυμο για κάθε λέξη:
Φανερώνει, κατοχυρώνεται, επαναφορά, καταστολή ,αυξάνεται
( Μονάδες 10)

3. Να γράψετε 3 ομόρριζα είτε απλά , είτε σύνθετα για κάθε λέξη: ζωή, σκληρή
( Μονάδες 9)

4. Ποιους τρόπους και ποια μέσα πειθούς χρησιμοποιεί η συγγραφέας στην τέταρτη παράγραφο; (Ακόμα όμως… και σε ποια κατεύθυνση). Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας .
( Μονάδες 5)


5. Να σχολιάσετε τη φράση: (στην περίπτωση της θανατικής ποινής ) Ο μεν μελλοθάνατος γνωρίζοντας το θάνατό του υποβάλλεται σε μια αφόρητη διαδικασία αναμονής (ψυχική βία) ο δε «δήμιος» αποκτηνώνεται ο ίδιος μέσα από την όλη διαδικασία
( Μονάδες 11)

6.Υποθέστε ότι σε μια ξένη χώρα επίκειται η εκτέλεση ενός νεαρού θανατοποινίτη. Το γεγονός έλαβε διεθνείς διαστάσεις.
Στην πόλη σας έχει δημιουργηθεί μια κίνηση διαμαρτυρίας για την επικείμενη εκτέλεση και σας αναθέτουν τη σύνταξη μιας σχετικής επιστολής. Συντάξτε την επιστολή προς τον πρόεδρο της χώρας (Χ) υποστηρίζοντας το αίτημα για τη μη εκτέλεση του θανατοποινίτη. (σχολικό βιβλίο σελ. 90 )








θέματα

Δημοφιλείς αναρτήσεις