Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

Η επόμενη «φούσκα» θα είναι οικολογική!


Η στρατηγική Κιότο και Κοπεγχάγης δεν αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή, απλώς μετατρέπει τον άνθρακα σε επικερδές εμπόρευμα
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(απόσπασμα)


(…)
«Θα προτιμούσα να μην πραγματοποιηθεί (η διάσκεψη) αν πρόκειται να πιστέψει ο κόσμος ότι κινούμαστε σε ορθή τροχιά, ενώ στην πραγματικότητα οδεύουμε προς την καταστροφή», δήλωσε στον Guardiaο ο Αμερικανός επιστήμονας καθηγητής Τζέιμς Χάνσεν από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια
Αν οι απόψεις αυτές δεν είχαν διατυπωθεί από έναν άνθρωπο σαν τον Χάνσεν, θα απορρίπτονταν βιαστικά ως παρωχημένος αντικαπιταλισμός. Οταν όμως ο υπογράφων τυγχάνει να είναι διευθυντής ερευνών ινστιτούτου της NASA, ίσως ο πλέον αναγνωρισμένος περιβαλλοντολόγος του κόσμου και πάντως ο επιστήμονας εκείνος που έχει «εκπαιδεύσει» όσο κανείς άλλος τους Αμερικανούς πολιτικούς με τις επανειλημμένες καταθέσεις του στο Κογκρέσο, κάποιος λόγος σοβαρός πρέπει να υπάρχει.
Το ισχυρό σημείο της παρέμβασης Χάνσεν είναι ότι πάει πιο βαθιά από τον αφρό της δημοσιογραφικής κάλυψης της Κοπεγχάγης -αν θα έχουμε, τελικά, νομικά δεσμευτικές αποφάσεις ή θα περιοριστούμε σε πολιτική συμφωνία, αν θα βρεθεί κάποιος συμβιβασμός μεταξύ πλουσίων και αναπτυσσόμενων χωρών κ.λπ.- για να φτάσει στην πραγματική ρίζα του προβλήματος. Δηλαδή, στη βασική στρατηγική του διεθνούς «εμπορίου ρύπων», που σημάδεψε όλες τις διεθνείς διασκέψεις, από το Ρίο και το Κιότο μέχρι την Κοπεγχάγη και η οποία αναζητεί οικολογικά αποτελεσματικές λύσεις στο πλαίσιο της αναρχικά ελεύθερης αγοράς. Μια λογική ανάλογη με την επιείκεια της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία πουλούσε συγχωροχάρτια κατά τον Μεσαίωνα: οι επίσκοποι μάζευαν λεφτά και οι πιστοί μπορούσαν, ξαλαφρωμένοι, να ριχτούν σε νέες αμαρτίες!
Θεωρητικά, το σύστημα του «cap and trade» λειτουργεί ως εξής: μια πολιτική αρχή (η κυβέρνηση, στο εσωτερικό της χώρας ή μια δεσμευτική συνθήκη, σε διεθνές επίπεδο) καθορίζει ανώτατα όρια εκπομπής ρύπων για τις επιχειρήσεις ή για τα έθνη - κράτη αντίστοιχα. Βάσει αυτών των ορίων, εκδίδονται άδειες εκπομπής ρύπων, οι οποίες πωλούνται και αγοράζονται σαν οποιαδήποτε άλλα προϊόντα, σε τιμές που καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση: μια χώρα ή επιχείρηση που ρυπαίνει λιγότερο από το όριο που της έχει πιστωθεί μπορεί να πουλήσει τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων που της περισσεύουν σε μια άλλη χώρα ή επιχείρηση. Τα έσοδα από αυτό το εμπόριο διοξειδίου του άνθρακα τροφοδοτούν προγράμματα «πράσινης» ανάπτυξης, ενώ το κίνητρο της μείωσης του κόστους οδηγεί όλους στον περιορισμό των ρύπων, με αποτέλεσμα τα επιτρεπτά όρια να μειώνονται διαρκώς.
Όπως έγραψε όμως ο Χάνσεν, «η στρατηγική που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά, όσο κι αν εγκωμιάστηκε διεθνώς, αποδείχθηκε αναποτελεσματική ως προς την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη». Ο βασικός λόγος είναι απλός: αν πέσουν σημαντικά οι εκπομπές ρύπων, τότε, βάσει του νόμου προσφοράς και ζήτησης, θα πέσει η τιμή του άνθρακα. Επομένως, οι μεν πωλητές δικαιωμάτων εκπομπής θα έχουν λιγότερα χρήματα για να στηρίξουν τις «πράσινες» πολιτικές τους, οι δε αγοραστές θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. Κατ' αυτό τον τρόπο, η «αυτορρυθμιζόμενη αγορά» θα έχει ως συνέπεια την… επαναφορά των ρύπων στο προηγούμενο, υψηλό επίπεδο!
(…)
Ληστεία σε βάρος του Τρίτου Κόσμου
Μια από τις εναλλακτικές ιδέες που έχει προταθεί στη θέση του συστήματος «cap and trade» στηρίζεται στον λεγόμενο «φόρο άνθρακα», δηλαδή στην επιβάρυνση της τιμής όλων των προϊόντων ανάλογα με τη συμβολή τους στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Πέραν των άλλων προβλημάτων που θέτει αυτή η ιδέα, όμως, τίθεται ζήτημα έμμεσου προστατευτισμού εναντίον των προϊόντων του Τρίτου Κόσμου: η Δύση θα επιβάλλει προστατευτικούς δασμούς στα κινέζικα ή τα ινδικά προϊόντα και θα ισχυρίζεται ότι το κάνει, όχι επειδή είναι πιο ανταγωνιστικά από τα δικά της, αλλά επειδή είναι πιο «βρώμικα».
Επιπλέον, η πίεση της Δύσης προς τις νέες βιομηχανικές δυνάμεις της περιφέρειας, που ενοχοποιούνται για μεγάλο μέρος της παγκόσμας ρύπανσης, αποσιωπά ορισμένες ενοχλητικές αλήθειες. Αίφνης, η κάποια μείωση, αναλογικά, της εκπομπής ρύπων από τη Δύση οφείλεται εν πολλοίς στη μεταφορά μεταποιητικών βιομηχανιών προς την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Με άλλα λόγια, η Δύση έκανε εξαγωγή ρύπανσης σε αυτές τις χώρες, τις οποίες καλεί στη συνέχεια να πληρώσουν, και μάλιστα διπλά: πρώτα, με την απαίτηση να αντιμετωπίσουν μέσα σε δύο δεκαετίες αυτό που η Δύση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει σε δύο αιώνες βιομηχανικής επανάστασης και έπειτα, μέσω της πώλησης των «δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων».
Πηγή:εφημερίδα Καθημερινή http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_100035_13/12/2009_383343

θέματα

Δημοφιλείς αναρτήσεις