(Aποτυπώματα)
(εξαιρετικά ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό , από την εφημερίδα Καθημερινή)
Σπάνια ένα ντοκιμαντέρ γίνεται διεθνής είδηση, όμως αυτό συνέβη με «Το παιχνίδι του θανάτου», που προβλήθηκε πρόσφατα στη Γαλλία. Ο σκηνοθέτης Κριστόφ Νικ έστησε ένα τηλεπαιχνίδι με ερωτήσεις μνήμης, στο οποίο συμμετείχαν 80 παίκτες. Σύμφωνα με τους κανόνες του σόου, οι παίκτες έπρεπε να τιμωρήσουν εκείνον που θα απαντούσε λανθασμένα, υποβάλλοντάς τον σε ηλεκτροσόκ. Αργότερα, έμαθαν ότι το ηλεκτροσόκ ήταν εικονικό και το θύμα, που σφάδαζε κι εκλιπαρούσε να τον λυπηθούν, ήταν ένας ηθοποιός.
Μαϊμού το τηλεπαιχνίδι, ανατριχιαστικά αληθινές όμως ήταν οι αντιδράσεις των παικτών, από τους οποίους το 81% υπάκουσε στους κανόνες, ενώ κανένας από το πολυπληθές κοινό στο στούντιο δεν διαμαρτυρήθηκε. Το τηλεπαιχνίδι ήταν επανάληψη ενός πολύ γνωστού πειράματος του κοινωνικού ψυχολόγου Στάνλεϊ Μίλγκραμ που είχε διεξαχθεί στις αρχές του ’60 στο Γέιλ με τη συμμετοχή 500 εθελοντών από τους οποίους υπάκουσε το 61%. Σκοπός εκείνου του πειράματος ήταν η διερεύνηση των μηχανισμών υποταγής των ανθρώπων στις παράλογες εντολές μιας νόμιμης ή μάλλον νομιμοποιημένης εξουσίας. Νωπή ήταν τότε η δίκη του Αϊχμαν και αρκετοί επιστήμονες προσπαθούσαν να κατανοήσουν τους μηχανισμούς που οδηγούν έναν «τρομακτικά φυσιολογικό» άνθρωπο στο να διαπράξει τα πιο φρικτά εγκλήματα, απλώς εκτελώντας τις εντολές των ανωτέρων του.
Στο πείραμα του Μίλγκραμ, η εξουσία ήταν η επιστήμη, τώρα είναι η τηλεόραση, που όχι μόνον επιτρέπει κάθε εξευτελισμό και βαρβαρότητα αλλά καθιστά τον παίχτη –και το κοινό– συνένοχο, καταδότη, βασανιστή, δήμιο. Τον μοχλό που υποτίθεται ότι διοχετεύει ηλεκτρικό ρεύμα (60 έως 460 βολτ, ανάλογα με τις αποτυχημένες απαντήσεις) δεν τον τραβάει η «παραγωγή» του σόου, αλλά ο πλησίον, ο συμπαίχτης, ο σύντροφος, μολονότι έχει προειδοποιηθεί ότι η ηλεκτροπληξία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Το «Παιχνίδι του θανάτου» προκάλεσε πολλές συζητήσεις για τη δύναμη που έχει η τηλεόραση, η μετρήσιμη «τηλεοπτική πλειοψηφία» να ωθεί τους ανθρώπους να δράσουν κόντρα στις αρχές και στον χαρακτήρα τους. Οπως και στο πείραμα του Μίλγκραμ, οι παίκτες που τράβηξαν τον μοχλό δεν ήταν περήφανοι για την πράξη τους. Ιδρωναν, έτρεμαν, έκλαιγαν. Ομως το έκαναν. «Συντετριμμένοι, αλλά ηττημένοι», λέει ο σκηνοθέτης. Ισως το δείγμα των 80 παικτών (που δεν είχαν οικονομικό κίνητρο) να μην αντιπροσωπεύει το σύνολο της κοινωνίας. Εν τούτοις, δείχνει ότι εύκολα οι τηλεοπτικές «αρχές», ο κυνισμός, ο ξέφρενος ανταγωνισμός, η τυφλή υποταγή σε γελοίους ή επικίνδυνους κανόνες, μπορούν να γίνουν κανόνες αποδεκτοί από την κοινωνία. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά αναγκαίο.
Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα του «Παιχνιδιού του θανάτου», ο Λοράν Μπεγκ, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στην Γκρενόμπλ, λέει ότι, στατιστικά, τα άτομα που παρουσιάζουν τον πιο υψηλό βαθμό συμμόρφωσης σε αυτά τα πειράματα είναι οι δημοφιλείς της παρέας, εκείνοι που δεν θέλουν να κακοκαρδίσουν την πλειοψηφία: «οι πολύ προσαρμοσμένοι κοινωνικά καταλήγουν δέσμιοι του συστήματος» –εδώ του τηλεοπτικού συστήματος εξουσίας– «αιχμάλωτοι των ιδιοτήτων που το ίδιο το σύστημα καλλιεργεί». Αυτοί που αρνούνται να φτάσουν ώς το τέλος είναι συνήθως γυναίκες και, γενικά, άνθρωποι «απροσάρμοστοι και κοινωνικά ανικανοποίητοι». Η ιδιότητα του «καλού παίκτη», έστω και σε ένα βρώμικο παιχνίδι, τείνει να θεωρείται ανώτερη από αυτήν του καλού ανθρώπου.
Η προσαρμογή στο παράλογο γίνεται όρος επιβίωσης – και δυστυχώς όχι μόνο στην τηλεόραση. Και σήμερα το παιχνίδι της επιβίωσης, στο σκληρό φόντο της κρίσης, ίσως αποδειχτεί πιο ανελέητο από το τηλεοπτικό «jeu de la mort».